πωρώνομαι

πωρώνομαι
katılaşmak, sertleşmek

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πωρώνομαι — πωρώνομαι, πωρώθηκα, πωρωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πωρώνομαι — πωρώθηκα, πωρωμένος, απολιθώνομαι, παθαίνω ηθική διάβρωση, γίνομαι ηθικά αναίσθητος: Πωρωμένη συνείδηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιπωρούμαι — ἐπιπωροῦμαι, όομαι (Α) [πωρούμαι] 1. πωρώνομαι, σκληραίνω στην επιφάνεια 2. σκληραίνω έπειτα …   Dictionary of Greek

  • πωρώνω — πωρῶ, όω, ΝΑ [πῶρος] 1. μεταβάλλω κάτι σε πώρο, απολιθώνω 2. συγκολλώ και θεραπεύω κάταγμα ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. (συν. το παθ.) πωρώνομαι και πωροῡμαι, όομαι μτφ. γίνομαι ηθικά αναίσθητος, ασυνείδητος 4. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”